Τα μεθοδολογικά σφάλματα ως προς την επαγγελματική αποκατάσταση

Το άρθρο υπογράφει ο αναγνώστης μας Διονύσιος Μούσουρας. Στείλτε το δικό σας άρθρο εδώ.

Στη χώρας μας υπάρχουν κάποιες πολύ διαδεδομένες απόψεις/γενικεύσεις αναφορικά με τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης και τα προσόντα τα οποία ένας εν δυνάμει εργαζόμενος (νέος συνήθως σε ηλικία) πρέπει να κατέχει ,ώστε να διευκολυνθεί κατά την αναζήτηση εργασίας. Οι γενικεύσεις αυτές έχουν ως επί το πλείστον σημαντικά μεθοδολογικά σφάλματα και αποτελούν περισσότερο μια έκφραση στερεοτύπων και μη ρεαλιστικής οπτικής των πραγμάτων παρά μια αποδεδειγμένη εμπειρικά διαπίστωση.

Θα προσπαθήσω συνοπτικά να διατυπώσω τις γενικεύσεις αυτές.

1. “Ό,τι προσόντα και να έχει κάποιος,αυτό που μετράει περισσότερο είναι ο χαρακτήρας και τα στοιχεία της προσωπικότητας του. Αν διακατέχεται από δυναμισμό, θέληση για εργασία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα,ακόμη και εάν δεν έχει επαρκή προσόντα”.

Πρόκειται για μια εντελώς λανθασμένη -μεθοδολογικά εμπειρικά- γενίκευση. Κάποιος εργοδότης που επιθυμεί να συμπληρώσει μια θέση εργασίας ψάχνει να βρει τον καταλληλότερο από πλευράς προσόντων (τυπικών και άλλων) και όχι αποκλειστικά και μόνο κάποιο “¨καλό και με όρεξη για δουλειά” γενικώς και αορίστως. Εάν ήταν έτσι δεν θα χρειαζόταν η σύνταξη βιογραφικού σημειώματος, ούτε η ύπαρξη τυπικών προσόντων (σπουδές κτλ). Θα αρκούσε απλά και μόνο …μια δυναμική, ευχάριστη και εργατική προσωπικότητα.Νομίζω πολύ καλό για να είναι αληθινό. Με αυτήν την λογική μια εταιρεία που επιθυμεί να συμπληρώσει μια θέση εργασίας στο λογιστήριο της ή στο νομικό της τμήμα δεν θα αναζητά αποφοίτους οικονομικών ή νομικών (αντίστοιχα) τμημάτων πανεπιστημίων αλλά …καλά,δυναμικά και με όρεξη για δουλειά στελέχη (!).





2. “Το πτυχίο είναι πτυχίο και ό,τι και να έχει σπουδάσει κάποιος, ακόμη και εάν δεν βρει στο ακριβές αντικείμενο του, νομοτελειακά θα βρει μια εργασία σχετικά ανάλογη των προσόντων του”.

Ένα συνηθέστατο μεθοδολογικό σφάλμα το οποίο πλέον -υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης ιδιαίτερα- υποχωρεί. Η εν λόγω γενίκευση θα είχε ίσως ρεαλιστική βάση για έναν άλλο τύπο οικονομικής διάρθρωσης,σίγουρα όχι όμως για την ελληνική πραγματικότητα (πριν και μετά την κρίση). Η διάρθρωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και οικονομίας οδηγεί διαχρονικά στην παραγωγή θέσεων υψηλής εξειδίκευσης σχεδόν αποκλειστικά σε συγκεκριμένους επιστημονικούς τομείς (νομικούς,λογιστές-οικονομολόγους,επιστήμονες υγείας,καθηγητές μέσης εκπαίδευσης κ.α.).Εκ των πραγμάτων υφίστανται επιστημονικές εξειδικεύσεις που τείνουν να έχουν ελάχιστο ή μηδενικό αντίκρυσμα, δεδομένο το οποίο νομοτελειακά οδηγεί στην ετεροαπασχόληση και στην υποαπασχόληση. Σε προέκταση αυτής της γενίκευσης συχνά συγχέονται διακριτές επιστημονικές ή άλλες επαγγελματικές ειδικεύσεις, σφάλμα το οποίο κάνουν και οι εργοδότες (πχ σύνηθες είναι να συγχέεται η ειδίκευση της δημόσιας πολιτικής με την οικονομική).

3. “Καλό είναι οι προπτυχιακές σπουδές να αφορούν σε ένα σχετικά ευρυμαθές (και εκ των πραγμάτων ασαφές) αντικείμενο, έτσι ώστε η εξειδίκευση(υπό μορφή “ειδοποιούς διαφοράς”) να αποκτάται στο μεταπτυχιακό”.

Σοβαρό μεθοδολογικό λάθος το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση των τάσεων μακροχρόνιας διαρθρωτικής ανεργίας πολλών νέων ανθρώπων.
Στην Ελλάδα τυπικά, νομικά αλλά και ουσιαστικά η απόκτηση επιστημονικής ειδικότητος βασίζεται στην κτήση βασικού τίτλου σπουδών (πτυχίο) και όχι στην ενδεχόμενη λήψη μεταπτυχιακών διπλωμάτων κτλ (πχ κάποιος για να γίνει δικηγόρος χρειάζεται πτυχίο νομικής,όσα νομικά μεταπτυχιακά και να έχει κάποιος αν στερείται τον βασικό τίτλο σπουδών δεν πρόκειται πότε να ασκήσει δικηγορία).

Αλλά και από ουσιαστικής πλευράς το μεταπτυχιακό δίπλωμα εξειδικεύει και εμβαθύνει δραστικά την γνώση (ή τμήμα αυτής) που έχει αποκτηθεί από συγκεκριμένες προπτυχιακές σπουδές. Κατ επέκτασιν είναι αδύνατον για κάποιον πτυχιούχο να παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές σε αντικείμενο εντελώς διαφορετικό από τις βασικές του σπουδές. Έτσι εάν κάποιος έχει αποφοιτήσει από τμήμα γενικού ευρυμαθούς ενδιαφέροντος (πχ κοινωνιολογίας, πολιτικών επιστημών, μεθοδολογίας της επιστήμης κτλ) το πιθανότερο είναι να αποκτήσει κάποιο μεταπτυχιακό τίτλο πάνω στο …ευρυμαθές αντικείμενο το οποίο σπούδασε και όχι σε άλλες πιο τεχνοκρατικές ειδικεύσεις με αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας (πχ λογιστική,marketing κτλ).

4. “Με ένα σχετικά επαρκές πλαίσιο προσόντων και προϋπηρεσίας κάποιος μπορεί να εργαστεί άνετα σε ένα σύνολο τομέων/ειδικοτήτων και στην πορεία θα αποκτήσει -μέσω εκπαίδευσης και εμπειρίας- το 100% των κριτηρίων που απαιτούνται για μια επιτυχή σταδιοδρομία”.

Πρόκειται για άλλη μια λανθασμένη μεθοδολογικά γενίκευση,αφού ουδείς εργοδότης θα προσλάβει κάποιον για τις …μελλοντικές ή τις “ενδεχόμενες” του ικανότητες , αλλά αποκλειστικά και μόνο για τις υφιστάμενες δυνατότητες του.Ας μην ξεχνάμε ότι βασικότατο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας είναι το μικρό εταιρικό μέγεθος, δεδομένο το οποίο δημιουργεί την ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό με δυνατότητα άμεσης εκτελεστικής ικανότητος από την πρώτη μέρα εργασίας (ελλείψει δυνατότητας εκπαίδευσης και επιμόρφωσης ακριβώς λόγω της έλλειψης εταιρικών δομών ανάλογης έκτασης).

5. “Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι πάντα υψηλότερο των ανδρών”

Αν και η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές μελέτες,θεωρώ ότι δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς την πραγματικότητα. Αν δούμε πρακτικά την κατάσταση της αγοράς εργασίας θα παρατηρήσουμε ότι πλέον και τα δύο φύλα ασκούν ταυτόχρονα την πλειονότητα των επαγγελμάτων και απασχολούνται σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Παράλληλα όμως αποτελεί αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι σε πρακτικό επίπεδο οι γυναίκες έχουν σαφέστατο προβάδισμα έναντι των αντρών σε ένα σύνολο επαγγελμάτων των οποίων η εξάσκηση δεν συνδέεται με συγκεκριμένα τυπικά ή άλλα προσόντα, όπως πχ υπάλληλοι γραμματειακής υποστήριξης (γραμματείς), πωλήτριες καταστημάτων λιανεμπορίου, υπάλληλοι εστίασης (σερβιτόρες κτλ) κ.α.

Πρακτικά δεν έχω συναντήσει στον μέχρι στιγμής επαγγελματικό μου βίο άνδρα γραμματέα, αλλά αποκλειστικά γυναίκες. Άρα πως εξηγείται το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας των γυναικών σε σχέση με το ποσοστό των αντρών,από την στιγμή την οποία οι γυναίκες ασκούν επί της ουσίας τα ίδια επαγγέλματα που ασκούν και οι άνδρες, έχοντας παράλληλα και την σχεδόν αποκλειστική άσκηση ενός συνόλου επαγγελμάτων σαν και αυτά που προαναφέρθηκαν προηγουμένως (?)
Νομίζω ότι η απάντηση συνδέεται αφ ενός μεν με το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας αφ’ ετέρου δε με την εκούσια ανεργία που υποκρύπτεται στο ποσοστό γυναικείας ανεργίας. Πολλές γυναίκες ενώ δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία για διάφορους λόγους (οικογενειακούς κ.α.) εμφανίζονται στατιστικά ως άνεργες είτε διότι διατηρούν κάρτα ανεργίας είτε για διάφορους άλλους λόγους στατιστικής ανάλυσης.

6. “Το πιο σημαντικό στοιχείο κατά την διαδικασία εύρεσης εργασίας είναι το στάδιο της συνέντευξης”

Αν και η εν λόγω διαδεδομένη άποψη έχει μία σημαντική ρεαλιστική βάση (ιδίως ως προς το σκέλος της φυσικής παρουσίας του υποψηφίου σε αυτή) εν τούτοις νομίζω ότι υπερβάλει σημαντικά ως προς την σημασία και την βαρύτητα της φάσης της συνέντευξης. Κατ αρχήν η πρόσκληση σε συνέντευξη δεν σημαίνει αυτόματα ότι κάποιος έχει επιλεγεί ανάμεσα στους επικρατέστερους για την κατάληψη μιας θέσης εργασίας. Πολλοί εργοδότες προτιμούν να καλούν σε συνέντευξη μέχρι και το …σύνολο των αιτούντων απλά και μόνο για λόγους δημοσίων σχέσεων ή ακόμη και για λόγους που σχετίζονται με εσωτερικές διαδικασίες της
επιχείρησης (πχ ύπαρξη πρόβλεψης ελάχιστου αριθμού συνεντευξιαζόμενων). Με άλλα λόγια καλούνται υποψήφιοι, απλώς και μόνο για να κληθούν. Προσωπικά έχω ζήσει αυτήν την ιστορία αρκετές φορές στο παρελθόν.Παράλληλα πολλοί καλούνται σε συνέντευξη κατόπιν λανθασμένης κρίσης και “αποκωδικοποίησης” των βιογραφικών τους εκ μέρους του εργοδότη (έχω ζήσει και αυτήν την περίπτωση).

Αλλά ακόμη και εάν δεν συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, νομίζω αποτελούν περισσότερο “αστικό μύθο” διάφορες απόψεις ότι στην συνέντευξη κρίνονται όλα διαμέσου “ψυχολογικής βάσης” ερωτήσεων του τύπου “γιατί πιστεύετε ότι είσθε ο κατάλληλος γι αυτήν την δουλειά” ή ερωτήσεων του τύπου “για ποιο λόγο πιστεύετε ότι θα εξελιχτείτε επαγγελματικά μέσα από την εταιρεία μας”.

Επί της ουσίας η συνέντευξη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σύντομη διαδικασία λανθάνουσας επιβεβαίωσης των προσόντων και των γενικών δεδομένων που αναγράφονται σε ένα βιογραφικό. Απλώς δηλαδή ο εργοδότης θέλει αφ’ ενός μεν να ελέγξει την φυσική παρουσία του υποψηφίου, αφ’ ετέρου να διαπιστώσει το αληθές των αναγραφόμενων στο βιογραφικό σημείωμα. Τίποτε άλλο.


Πηγή: e-biografiko.gr



Σχετικά Άρθρα: